- σουδάρι(ον)
- τό1) платок; 2) белое полотно;
§ λευκός ως σουδάρι(ον) — бледный как полотно (от страха)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ λευκός ως σουδάρι(ον) — бледный как полотно (от страха)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουδάρι(ο) — το / σουδάριον, ΝΜΑ, και σωδάριον Α 1. μαντίλι για το σκούπισμα τού ιδρώτα 2. (κατά την εποχή τού Χριστού) πλατιά ταινία από λευκό ύφασμα με την οποία τύλιγαν το κεφάλι τού νεκρού νεοελλ. φρ. «λευκός σαν σουδάρι» πάρα πολύ ωχρός, κάτωχρος.… … Dictionary of Greek